- θεατρινίστικος
- η , ο наигранный, театральный; притворный;
θεατρινίστικος α καμώματα — капризы, кривлянья
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεατρινίστικος α καμώματα — капризы, кривлянья
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεατρινίστικος — η, ο [θεατρίνος] αυτός που ταιριάζει σε θεατρίνο, προσποιητός, επιδεικτικός, πομπώδης («θεατρινίστικα καμώματα»). επίρρ... θεατρινίστικα 1. θεατρικά 2. μτφ. προσποιητά … Dictionary of Greek
θεατρινίστικος — η, ο προσποιητός: Θεατρινίστικα κλάματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δραματικός — ή, ό (AM δραματικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δράμα νεοελλ. 1. εντυπωσιακός, με αιφνιδιαστικές αλλαγές και δημιουργία κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» κ.λπ.) 2. αυτός που πάλλεται από συγκίνηση… … Dictionary of Greek
θεατρώδης — θεατρώδης, ῶδες (AM) μσν. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής αρχ. (με κακή σημ., για πρόσ.) αυτός που αρέσκεται σε θεατρική συμπεριφορά, θεατρικός, θεατρινίστικος, θεατρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + κατάλ. ώδης* (πρβλ. ευ ώδης, κτην ώδης)] … Dictionary of Greek